Η Μπέλα έτριψε ευχαριστημένη την κοιλιά της. Μη με ρωτήσετε πώς την
έτριψε, την έτριψε με το ένα της πτερύγιο. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να τρίψει την
κοιλιά της μια άσπρη φάλαινα;
- Καλά έφαγα και
σήμερα, είπε.
Βέβαια, ίσως και
να το είχε παρακάνει. Ίσως δεν χρειαζόταν να φάει όλους εκείνους τους κολιούς.
Ούτε τόσες πολλές τσιπούρες έπρεπε να φάει. Ούτε εκείνα τα λιθρίνια. Ούτε
εκείνο το μικρό κοπάδι, τους γαύρους. Μπα, δε βαριέσαι... Μια ζωή την έχουμε.
Εξάλλου, αν κάτι μπορούσε να την πειράξει, αυτό ήταν μόνο τα δεκαέξι ψάρια
πάφερ που είχε φάει για επιδόρπιο. Ναι, αυτά πράγματι θα μπορούσαν να της
πέσουν βαριά και να της προκαλέσουν μεγάλο πρήξιμο στο στομάχι, αν αποφάσιζαν
να φουσκώσουν εκεί μέσα.
Εδώ που τα λέμε,
θα έπρεπε να προσέχει λίγο το φαγητό της. Είχε και μια σιλουέτα να διατηρήσει.
Ε, καλά, δεν πειράζει, τα πάχη της τα κάλλη της. Τι, δηλαδή, έπρεπε να γίνει
σαν τις συναγρίδες; Σιγά τις γκόμενες! Και καθώς σκέφτηκε τις συναγρίδες,
ρεύτηκε ελαφρά. Μερικές φυσαλίδες άρχισαν να χορεύουν και να κινούνται προς τα
επάνω.
- Μπαρμπούνια μου
μυρίζουν, είπε μία έγκυος καρχαρίνα, μισό χιλιόμετρο πιο κάτω.
- Πώς σου ήρθε
τώρα αυτό; τη ρώτησε ο άντρας της. Μέρες έχει να περάσει μπαρμπούνι από εδώ.
- Ίσως δεν έπρεπε
να φάω και εκείνα τα μπαρμπούνια, σκέφτηκε η Μπέλα, η άσπρη φάλαινα. Ορίστε
τώρα που τα ρεύτηκα. Αφού το ξέρω, μπαρμπούνια μαζί με γαύρο μου φέρνουν
δυσπεψία.
Αλλά εύκολα
αλλάζουν οι διατροφικές συνήθειες; Το μόνο που η Μπέλα είχε μάθει να αποφεύγει
ήταν το ανθρώπινο κρέας. Η γιαγιά της είχε γνωρίσει αυτοπροσώπως κάποιον που
είχε φάει άνθρωπο στο παρελθόν και που το μόνο που είχε καταφέρει τελικά ήταν
να ταλαιπωρείται μια ολόκληρη βδομάδα από τις καούρες! Πέντε μέρες έβηχε από
τον καπνό. Όχι, όχι, μακριά από τους ανθρώπους, ειδικά αν συνοδεύονται από
ξύλινες κούκλες. Οι ξύλινες κούκλες, ειδικά, είναι πολύ δύσπεπτες.
Η Μπέλα καθάρισε
τα δόντια της. Μη με ρωτήσετε πώς τα καθάρισε, με οδοντογλυφίδα τα καθάρισε.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να τα καθαρίσει;
- Και τώρα, τι
κάνουμε; σκέφτηκε.
Μήπως να πήγαινε
καμιά βόλτα να χωνέψει; Μερικές χορευταρούδες φυσαλίδες εμφανίστηκαν και πάλι.
- Και τώρα μου
μυρίζει γαύρος, είπε η έγκυος καρχαρίνα, μισό χιλιόμετρο πιο κάτω.
- Αυτή η
εγκυμοσύνη σε έχει τρελλάνει, της είπε ο άντρας της.
Καλή ιδέα ήταν η
βόλτα, ναι, της άρεσε της Μπέλας.
- Προς τα πού να
πάω; αναρωτήθηκε.
Κοίταξε δεξιά,
κοίταξε αριστερά, ερημιά. Κανένα ψάρι δεν φαινόταν εκεί κοντά.
- Όπου και να πάω,
δεν θα με ενοχλήσει κανείς, σκέφτηκε η Μπέλα.
Και άρχισε να
βολτάρει αργά και αρχοντικά.
Τι ωραία
ησυχία! Ό,τι ήθελε μπορούσε να κάνει, κανείς δεν θα την έβλεπε, αφού κανείς δεν
υπήρχε εκεί γύρω.
Και τότε η Μπέλα
είχε μια ακόμα καλύτερη ιδέα: άρχισε να χορεύει. Και ήταν υπέροχο το
συναίσθημα, να γλιστράει ανάμεσα στο γαλάζιο, και να ανεβαίνει στην επιφάνεια,
και να βουτάει, και να τρέχει πότε προς τη μία πλευρά, πότε προς την άλλη, και
λίγο ακόμα ήθελε για να τραγουδήσει...
Και καθώς η Μπέλα
χόρευε, απορροφήθηκε τόσο πολύ από το χορό της, που δεν κατάλαβε ότι δεν ήταν
και τόσο αόρατη, τελικά... Και δεν πήρε είδηση ότι την ώρα που βουτούσε,
κάποιος πρόλαβε να δει την όμορφη, λευκή ουρά της, προτού χαθεί κι εκείνη μέσα
στο γαλάζιο του ουρανού.
Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου
Καλημέρα σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάπως μπερδεύτηκαν όλα από το ανεξέλεγκτο φαγητό τους ή κάνω λάθος;
Πάντως είναι απόλαυση να απολαμβάνεις τη ζωή των ψαριών κάτω από νερό.
Την αγάπη μου.
Γεια σου, αγαπητέ μου Dennis. Δεν ξέρω αν μπερδεύτηκαν όλα, αυτό που ξέρω είναι ότι εγώ είδα ένα σύννεφο που μου θύμισε ουρά φάλαινας που βυθίζεται στη θάλασσα και χρειαζόμουν μία ιστορία.
ΔιαγραφήΕίναι όντως απόλαυση να παρατηρείς τα ψάρια. Πολλά χρόνια πριν, όταν ακόμα υπήρχε το Μινιόν, όποτε κατέβαινα στο κέντρο της Αθήνας φρόντιζα να περνάω από εκεί. Ο μόνος όροφος που επισκεπτόμουν ήταν ο πέμπτος. Εκεί, στη μία πλευρά υπήρχαν παιχνίδια, και στην άλλη υπήρχε το pet shop του καταστήματος, που ήταν γεμάτο μικρά ενυδρεία γεμάτα ψάρια.
Ίσως να περνούσα και μία ώρα χαζεύοντας τα ενυδρεία. Μου λείπει πολύ εκείνος ο όροφος!
Να είσαι πάντα καλά, αγαπητέ μου φίλε