Ε, λοιπόν, είναι αλήθεια: η Πίπη πήγε εκδρομή. Και πήγε εκδρομή σε ένα νησί με θάλασσα τυρκουάζ και όμορφες παραλίες. Αλλά μη νομίζετε ότι η Πίπη πήγε στο νησί για να αράξει. Το αντίθετο, μάλιστα. Όλη την ώρα γυρνούσε, και τα μάτια της σάρωναν τον ορίζοντα για φωτογραφικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης και της Μίνας της Σιβυλλικής, η οποία τη συνόδευε στην εκδρομή.
Και πήγε η Πίπη και σε ένα άλλο νησάκι, μικρό, τοσοδούλι, αλλά και νοικοκυρεμένο. Και βάλθηκε να το εξερευνήσει, παρέα με τη Μίνα τη Σιβυλλική. Και άρχισαν οι δυο τους να ανηφορίζουν από το λιμάνι, και όλο ανηφόριζαν, και τα δάχτυλα της Πίπης κάθε τρεις και λίγο πρήζονταν από τη ζέστη και γίνονταν σαν λουκάνικα Φρανκφούρτης, και της Πίπης της άνοιγε η όρεξη...
Και έφτασαν σε ένα μέρος που ήταν αρκετά ψηλά, και εκεί η Πίπη άκουσε ένα πουλί που είχε μια περίεργη φωνή, αλλά τι πουλί ήταν αυτό μη με ρωτήσετε, δεν ξέρω. Και ούτε η Πίπη το ήξερε, και γι'αυτό προσπάθησε να ηχογραφήσει το πουλί με το κινητό της, χωρίς επιτυχία όμως, αφού η φωνή του πουλιού καταγράφηκε πολύ αχνά...
Όση ώρα η Πίπη ηχογραφούσε, η Μίνα προχωρούσε. Έτσι η Μίνα απομακρύνθηκε αρκετά από την Πίπη και όταν η Πίπη το πήρε είδηση, άρχισε να ανηφορίζει και πάλι, με μεγάλους διασκελισμούς. Όμως, τότε η Πίπη άκουσε μία φωνή.
- Γεια σου, της είπε εκείνος.
- Γεια σου και εσένα, του απάντησε η Πίπη.
- Πώς σε λένε; τη ρώτησε.
- Πίπη, είπε η Πίπη, εσένα πώς σε λένε;
- Δεν έχει και τόση σημασία, της απάντησε. Μόνη σου είσαι;
- Όχι, απάντησε η Πίπη, είμαι μαζί με μία φίλη μου.
- Α...
- Εσύ, μόνος σου είσαι;
- Ε, σε γενικές γραμμές, ναι... Είναι βέβαια και όλες αυτές οι μύγες, αλλά είναι πολύ κουτσομπόλες και δεν τις αντέχω... το κεφάλι μου βουίζει από τα κουτσομπολιά τους.
Η Πίπη πρόσεξε ότι πράγματι, υπήρχαν πολλές μύγες γραπωμένες επάνω του.
- Δεν κάθεσαι να μου κάνεις λίγη παρέα; τη ρώτησε.
- Πρέπει να προλάβω τη φίλη μου, απάντησε η Πίπη.
- Μην ανησυχείς για τη φίλη σου, της είπε, έτσι κι αλλιώς δεν θα προχωρήσει πολύ ακόμη. Και σίγουρα θα μας συναντήσει στην επιστροφή.
- Ναι, αλλά δεν είναι σωστό να την αφήσω μόνη της στην ερημιά, είπε η Πίπη.
- Έχεις φέισμπουκ; τη ρώτησε.
- Έχω, απάντησε η Πίπη.
- Θέλεις να γίνουμε φίλοι; τη ρώτησε. Θα με βρεις ως "Gaidaros", το πρώτο γράμμα κεφαλαίο, Έχω για προφίλ μία φωτογραφία μου, όπου τρώω ένα καρότο. Πού πας;
- Δε σου είπα; είπε η Πίπη, πάω να βρω τη φίλη μου.
- Γύρνα πίσω! της φώναξε.
Αλλά εκείνη είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται.
- Πού πας; της φώναξε εκείνος. Μόνο μου θα με αφήσεις;
Κανένας δεν του απάντησε. Η Πίπη είχε κιόλας εξαφανιστεί στην επόμενη στροφή του δρόμου.
- Ας βγάλουμε και καμιά φωτογραφία, είπε η Πίπη στη Μίνα όταν την πρόλαβε.
Και οι δυο τους άρχισαν να βγάζουν φωτογραφίες.
Και αφού έβγαλαν αρκετές φωτογραφίες, οι δύο φίλες άρχισαν να κατηφορίζουν. Και έφτασαν και πάλι στο σημείο όπου βρισκόταν εκείνος.
- Θα σου γνωρίσω έναν φίλο, είπε η Πίπη στη Μίνα. Ε, εσύ! του φώναξε όταν τον είδε.
Αλλά εκείνος ούτε που γύρισε να την κοιτάξει.
- Επέστρεψα! είπε η Πίπη. Έφερα και τη φίλη μου να σου τη συστήσω.
Τσιμουδιά εκείνος.
- Ξέρεις, συνέχισε η Πίπη, θα πρέπει να φύγω από το νησί σε λίγη ώρα, ήρθε η ώρα να σε αποχαιρετήσω.
Αλλά εκείνος της έριξε μόνο μία πολύ λοξή, ενοχλημένη ματιά και η Πίπη κατάλαβε πως της κρατούσε μούτρα.
- Δε θα μου πεις, λοιπόν, ούτε ένα "γεια"; είπε η Πίπη.
Αλλά εκείνος δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Η Πίπη έβλεπε την ώρα να περνάει, έπρεπε να φύγει.
- Τελευταία του ευκαιρία, σκέφτηκε. Φεύγω τώρα, του είπε.
Αλλά εκείνος παρέμενε στη θέση του, και μάλιστα μασούσε και ένα χορτάρι. Ήταν σαφές: δεν ήθελε να της μιλήσει.
- Παλιογάιδαρε! είπε η Πίπη καθώς κατηφόριζε προς το λιμάνι.
Και τάχυνε το βήμα της για να προλάβει το πλοίο της επιστροφής.
Και πήγε η Πίπη και σε ένα άλλο νησάκι, μικρό, τοσοδούλι, αλλά και νοικοκυρεμένο. Και βάλθηκε να το εξερευνήσει, παρέα με τη Μίνα τη Σιβυλλική. Και άρχισαν οι δυο τους να ανηφορίζουν από το λιμάνι, και όλο ανηφόριζαν, και τα δάχτυλα της Πίπης κάθε τρεις και λίγο πρήζονταν από τη ζέστη και γίνονταν σαν λουκάνικα Φρανκφούρτης, και της Πίπης της άνοιγε η όρεξη...
Και έφτασαν σε ένα μέρος που ήταν αρκετά ψηλά, και εκεί η Πίπη άκουσε ένα πουλί που είχε μια περίεργη φωνή, αλλά τι πουλί ήταν αυτό μη με ρωτήσετε, δεν ξέρω. Και ούτε η Πίπη το ήξερε, και γι'αυτό προσπάθησε να ηχογραφήσει το πουλί με το κινητό της, χωρίς επιτυχία όμως, αφού η φωνή του πουλιού καταγράφηκε πολύ αχνά...
Όση ώρα η Πίπη ηχογραφούσε, η Μίνα προχωρούσε. Έτσι η Μίνα απομακρύνθηκε αρκετά από την Πίπη και όταν η Πίπη το πήρε είδηση, άρχισε να ανηφορίζει και πάλι, με μεγάλους διασκελισμούς. Όμως, τότε η Πίπη άκουσε μία φωνή.
- Γεια σου, της είπε εκείνος.
- Γεια σου και εσένα, του απάντησε η Πίπη.
- Πώς σε λένε; τη ρώτησε.
- Πίπη, είπε η Πίπη, εσένα πώς σε λένε;
- Δεν έχει και τόση σημασία, της απάντησε. Μόνη σου είσαι;
- Όχι, απάντησε η Πίπη, είμαι μαζί με μία φίλη μου.
- Α...
- Εσύ, μόνος σου είσαι;
- Ε, σε γενικές γραμμές, ναι... Είναι βέβαια και όλες αυτές οι μύγες, αλλά είναι πολύ κουτσομπόλες και δεν τις αντέχω... το κεφάλι μου βουίζει από τα κουτσομπολιά τους.
Η Πίπη πρόσεξε ότι πράγματι, υπήρχαν πολλές μύγες γραπωμένες επάνω του.
- Δεν κάθεσαι να μου κάνεις λίγη παρέα; τη ρώτησε.
- Πρέπει να προλάβω τη φίλη μου, απάντησε η Πίπη.
- Μην ανησυχείς για τη φίλη σου, της είπε, έτσι κι αλλιώς δεν θα προχωρήσει πολύ ακόμη. Και σίγουρα θα μας συναντήσει στην επιστροφή.
- Ναι, αλλά δεν είναι σωστό να την αφήσω μόνη της στην ερημιά, είπε η Πίπη.
- Έχεις φέισμπουκ; τη ρώτησε.
- Έχω, απάντησε η Πίπη.
- Θέλεις να γίνουμε φίλοι; τη ρώτησε. Θα με βρεις ως "Gaidaros", το πρώτο γράμμα κεφαλαίο, Έχω για προφίλ μία φωτογραφία μου, όπου τρώω ένα καρότο. Πού πας;
- Δε σου είπα; είπε η Πίπη, πάω να βρω τη φίλη μου.
- Γύρνα πίσω! της φώναξε.
Αλλά εκείνη είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται.
- Πού πας; της φώναξε εκείνος. Μόνο μου θα με αφήσεις;
Κανένας δεν του απάντησε. Η Πίπη είχε κιόλας εξαφανιστεί στην επόμενη στροφή του δρόμου.
- Ας βγάλουμε και καμιά φωτογραφία, είπε η Πίπη στη Μίνα όταν την πρόλαβε.
Και οι δυο τους άρχισαν να βγάζουν φωτογραφίες.
Και αφού έβγαλαν αρκετές φωτογραφίες, οι δύο φίλες άρχισαν να κατηφορίζουν. Και έφτασαν και πάλι στο σημείο όπου βρισκόταν εκείνος.
- Θα σου γνωρίσω έναν φίλο, είπε η Πίπη στη Μίνα. Ε, εσύ! του φώναξε όταν τον είδε.
Αλλά εκείνος ούτε που γύρισε να την κοιτάξει.
- Επέστρεψα! είπε η Πίπη. Έφερα και τη φίλη μου να σου τη συστήσω.
Τσιμουδιά εκείνος.
- Ξέρεις, συνέχισε η Πίπη, θα πρέπει να φύγω από το νησί σε λίγη ώρα, ήρθε η ώρα να σε αποχαιρετήσω.
Αλλά εκείνος της έριξε μόνο μία πολύ λοξή, ενοχλημένη ματιά και η Πίπη κατάλαβε πως της κρατούσε μούτρα.
- Δε θα μου πεις, λοιπόν, ούτε ένα "γεια"; είπε η Πίπη.
Αλλά εκείνος δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Η Πίπη έβλεπε την ώρα να περνάει, έπρεπε να φύγει.
- Τελευταία του ευκαιρία, σκέφτηκε. Φεύγω τώρα, του είπε.
Αλλά εκείνος παρέμενε στη θέση του, και μάλιστα μασούσε και ένα χορτάρι. Ήταν σαφές: δεν ήθελε να της μιλήσει.
- Παλιογάιδαρε! είπε η Πίπη καθώς κατηφόριζε προς το λιμάνι.
Και τάχυνε το βήμα της για να προλάβει το πλοίο της επιστροφής.
Σημ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου
Ώστε ο γάιδαρος δεν έχει μόνο πείσμα, αλλά έχει και φέισμπουκ!! Εντυπωσιάστηκα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά πολλά και καλό Σαββατοκύριακο!
Ναι, ο άτιμος, έχει και φέισμπουκ! Αλλά του έκανα αίτημα και δεν το αποδέχτηκε, το γαϊδούρι...
ΔιαγραφήΚαλό Σαββατοκύριακο και σε εσένα
Παιδί μου, άμα ο άλλος είναι γαϊδούρι... τι περιμένεις... Είναι χαριτωμένος, όμως. Το παραδέχομαι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠλάκα-πλάκα, νομίζω οτι πρώτη φορά βλέπω (πραγματικό) γαϊδούρι καθιστό....
Αλήθεια; Τώρα που το λες, ούτε εγώ θυμάμαι να είχα δει γαϊδούρι καθιστό.
ΔιαγραφήΉταν, όμως, γλυκούλης, πράγματι. Ειδικά εκεί που μου γκάριζε για να τραβήξει την προσοχή μου. Αλλά μετά, ούτε να με φτύσει!