Όταν βγήκα από το σπίτι μου σήμερα το πρωί για να πάω στη δουλειά, η μέρα δε φαινόταν ιδιαίτερα ευοίωνη. Ο ουρανός ήταν γεμάτος γκριζογάλανα σύννεφα και έκανε ψύχρα. Παρ'όλ'αυτά ήταν ένας πανέμορφος ουρανός.
Τα σύννεφα, με τους αχνούς τους χρωματισμούς και την απαλή τους κίνηση τράβηξαν την προσοχή μου. Ήταν λες και κάποιος εκεί επάνω ζωγράφιζε με χρώματα ακουαρέλας. Κάτω στη γη, από την άλλη, δεν υπήρχε χώρος για ακουαρέλα. Εδώ οι γραμμές ήταν πιο ξεκάθαρες, πιο κοφτές. Δεξιά και αριστερά μου, σπίτια διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων, δέντρα μικρά ή μεγάλα, άλλα γυμνά, άλλα με πυκνό φύλλωμα και άλλα με μπουμπουκάκια που άνοιγαν δειλά-δειλά.
Μπροστά μου βρισκόταν ένας ζωγραφικός πίνακας, χωρίς αμφιβολία. Αλλά κάτι καμαρωτά κυπαρίσσια σε ένα πεζοδρόμιο και μερικές φουντωτές νεραντζιές σε ένα άλλο με έκαναν να θυμηθώ την παιδική μου ηλικία. Τότε που οι γονείς μου μου έμαθαν πώς να φτιάχνω ανάγλυφα, ζωγραφιστά δέντρα με ρύζι, κόλλα και νερομπογιές. Θυμήθηκα τι όμορφα που είχαν γίνει εκείνα τα δέντρα. Έμοιαζαν πολύ με τις νεραντζιές του πεζοδρομίου.
Και ως δια μαγείας - ίσως και επειδή διέσχιζα μια παλιά μου γειτονιά -, η θύμηση των ζωγραφισμένων ρυζόδεντρων της παιδικής μου ηλικίας, έφερε για παρέα της και ένα σωρό άλλες αναμνήσεις. Θυμήθηκα τα παιχνίδια που έκανα, τις χειροτεχνίες που μας έβαζαν να κάνουμε στο σχολείο και στις οποίες πολλές φορές μας βοηθούσαν οι γονείς μας, δίνοντάς μας έτσι την ευκαιρία να περάσουμε ποιοτικό χρόνο μαζί τους. Θυμήθηκα το δύσκολο πρωινό μου ξύπνημα, αλλά και την τόσο ευχάριστη διαδρομή προς το σχολείο, καθώς ο δρόμος γέμιζε από τα παιδιά με τις μαμάδες τους που τα συνόδευαν.
Και όλα αυτά τα σπίτια που τώρα φαίνονται σοβαρά, που ίσως δε μένουν μέσα παιδιά για να πάνε στο σχολείο, πόσο χαρούμενα φαίνονταν τότε, όταν άνοιγαν οι αυλόπορτες και ξεχύνονταν έξω τα παιδιά, ένα-ένα, δυο-δυο ή και περισσότερα, κουβαλώντας τις σχολικές τους τσάντες! Πόσο πιο όμορφα ήταν τα σπίτια τότε, έτσι κι αλλιώς! Μονοκατοικίες, διώροφα ή τριώροφα, σπανιότερα συναντούσες και καμιά πολυκατοικία. Και το κάθε σπίτι με τον κήπο του, γεμάτο λουλούδια ή πιο λιτό, ή με την αυλή του με το τσιμέντο ή, μερικές φορές, μωσαϊκό. Ενώ τώρα...
Και πόσα παιχνίδια, στην αυλή ή στον δρόμο! Χωρίς πολλά μέσα, αλλά με μόνη κινητήρια δύναμη την παιδική φαντασία. Και την ανεξάντλητη τρεχαλοενέργεια, που δεν ενοχλούσε τους γονείς, καθώς και εκείνοι ήταν πιο γεμάτοι από τη ζωή τους και πιο ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους από ό,τι είναι σήμερα.
Ένα σχολικό λεωφορείο πέρασε λίγο πιο κάτω. Γεμάτο παιδιά, που ξυπνάνε από τα χαράματα, ετοιμάζονται, παίρνουν την σχολική τους τσάντα και πηγαίνουν στο σχολείο. Περνάνε όλο το πρωινό τους εκεί, τρώνε κιόλας, και το απόγευμα, κατάκοπα, μεταφέρονται από το ίδιο σχολικό στο σπίτι τους, για να διαβάσουν, να γράψουν, να κάνουν και άλλα, εξωσχολικά μαθήματα, αθλητισμό, μουσική, ξένες γλώσσες, και το βράδυ να πέσουν εξαντλημένα στο κρεβάτι τους μέχρι τα επόμενα χαράματα που θα ξανασηκωθούν για να πάνε στο σχολείο.
Δε νομίζω να τα ζηλεύω αυτά τα παιδιά. Ίσα-ίσα που τα λυπάμαι και λίγο. Δε θα έχουν την ευκαιρία να ζήσουν ούτε το ένα τρίτο των όσων ζήσαμε εμείς οι παλιότεροι. Ήδη, τα περισσότερα από αυτά δεν γνωρίζουν καν από πού προέρχεται η τροφή μας και σίγουρα υπάρχουν παιδιά που πιστεύουν ότι η τροφή μας έρχεται έτοιμη, συσκευασμένη σε κενό αέρος.
Και αν πει κανείς για δημιουργία, πώς να την αναπτύξουν τα σημερινά παιδιά, όταν έχουν συνηθίσει για το καθετί που ακούνε να βλέπουν μια έτοιμη εικόνα στον υπολογιστή; Πώς θα μπορούν αύριο να δημιουργήσουν κάτι από το τίποτα; Παλιά δεν χρειαζόταν να κεντρίσει κάποιος ιδιαίτερα τη φαντασία των παιδιών. Τώρα, μέχρι και αυτή χρειάζεται υποβοήθηση. Και δωσ'του να προσπαθούν οι δάσκαλοι και οι νηπιαγωγοί...
Έφτασα στο μετρό και άρχισα να κατεβαίνω τις κυλιόμενες σκάλες, νιώθοντας τις σκέψεις μου να με βαραίνουν σαν έναν βαρυστομαχιασμένο ελέφαντα. Είναι τόσο δύσκολο πράγμα η φαντασία, τελικά; Φταίει η ζωή γενικά ή οι επιλογές του καθενός ειδικά; Θυμήθηκα την εικόνα του πρωινού ουρανού και τα καμαρωτά κυπαρίσσια. Θυμήθηκα ξανά τα δεντράκια από βαμμένο ρύζι. Πιο μπροστά μου, ένας ηλικιωμένος, ντυμένος με ένα γκρι κουστούμι, περπατούσε καμαρωτός. Στο βάθος ακούστηκε ο συρμός που πλησίαζε. Τάχυνα το βήμα μου και τον προσπέρασα. Στο πέτο του είχε βάλει ένα λουλούδι από κίτρινο γιασεμί... όπως πιθανώς θα έκανε και στα νιάτα του.
- Αντισταθείτε, ήταν σαν να μου έλεγε.
Και ένιωσα τον ελέφαντα να πετάει μακριά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question