- Είμαι καλύτερο από εσένα, είπε το τάμπλετ στο βιβλίο. Κοίτα πώς είσαι: χιλιοταλαιπωρημένο, τα φύλλα σου κιτρινισμένα, τσακισμένα... Ενώ εγώ, δες με, καμάρωσέ με: τέλειο, από άκρη σε άκρη!
Το βιβλίο δεν απάντησε, αλλά κιτρίνισε λίγο ακόμα από ντροπή. Επειδή τα βιβλία, όταν ντρέπονται, κιτρινίζουν, δεν κοκκινίζουν.
- Άσε το άλλο, συνέχισε το τάμπλετ. Πόσες ιστορίες τάχα μπορείς να πεις εσύ; Μία; Δύο; Τρεις; Δέκα; Εγώ έχω αποθηκευμένη μέσα μου ολόκληρη βιβλιοθήκη: τουλάχιστον διακόσιες ιστορίες μέχρι στιγμής και χωράω κι άλλες. Εμένα δεν μπορεί να με βαρεθεί κανείς. Ενώ εσένα...
Το βιβλίο κιτρίνισε λίγο ακόμα. Αλήθεια ήταν. Μία ιστορία είχε όλη κι όλη και την έλεγε και την ξανάλεγε. Και είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που κάποιος θέλησε να τη διαβάσει.
Το τάμπλετ σώπασε για λίγο και ύστερα συνέχισε.
- Τόπο στα νιάτα, είπε. Ήρθε η ώρα όλοι εσείς οι ηλικιωμένοι να καθήσετε στο περιθώριο, πέρασε πια η εποχή σας, ο κόσμος προχωράει, έχει φτάσει στο φεγγάρι, έχει επισκεφτεί τον Άρη, πάει πια η εποχή του Χαλκού, η εποχή της τυπογραφίας έκανε πια τον κύκλο της και ήρθε η σειρά της να πεθάνει.
Τα φύλλα του βιβλίου νότισαν ελαφρά, καθώς ένα δάκρυ κύλησε επάνω στο εξώφυλλό του. Αλλά και πάλι δεν είπε τίποτα.
- Η θέση σου είναι σε ένα σκονισμένο ράφι βιβλιοθήκης, είπε το τάμπλετ και κορδώθηκε λίγο ακόμα. Μόνο η σκόνη του χρόνου θα σε διαβάζει πια. Όλα τα μάτια θα είναι στραμμένα σε εμένα, εσένα δε θα σου ρίχνουν ούτε μια ματιά.
Κορδώθηκε κι άλλο.
- Για να είμαι ειλικρινής, είπε, δεν καταλαβαίνω γιατί σε κρατάνε ακόμα σε αυτό το σπίτι. Αφού υπάρχω εγώ... Μάλλον θα φταίει που και αυτοί είναι ηλικιωμένοι. Έτσι είναι, οι παλιοί είναι πολύ διστακτικοί με τις νέες τεχνολογίες. Πού θα πάει, όμως; Δεν θα πεθάνουν και αυτοί; Τότε να σας δω, όλα εσάς τα απαρχαιωμένα συγγράμματα, με τα τυπογραφικά σας στοιχεία, με τα κιτρινισμένα φύλλα που μυρίζουν - πουφ! -, με τα τσακισμένα, τα μουτζουρωμένα, τα σκισμένα φύλλα, τότε να σας δω, που θα σας στείλουν στην ανακύκλωση, να καθαρίσει πια από εσάς ο τόπος...
Το βιβλίο ένιωσε να διαλύεται, να χάνει τα φύλλα του.
- Δε μιλάς, έτσι; ρώτησε το τάμπλετ. Αλλά, και να μιλήσεις, να πεις τι; Τι θα μπορούσες να αντιτάξεις σε όλα αυτά που είπα εγώ; Μήπως θα αρνηθείς την ηλικία σου, ή την εμφανή φθορά σου; Μήπως δεν το ξέρεις και εσύ πως τα ψωμιά σου τελείωσαν; Μήπ...
Και έτσι, ξαφνικά, το τάμπλετ σώπασε. Το βιβλίο έμεινε σιωπηλό, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να συνεχιστούν οι μομφές, αλλά το τάμπλετ παρέμεινε πεισματικά σιωπηλό. Ήταν λες και κάποιος του είχε πάρει τη μιλιά.
Εκείνη την στιγμή, κάποιος μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν ένα παιδάκι. Από πίσω του ακολουθούσε μία ηλικιωμένη γυναίκα.
- Θέλεις να σου διαβάσω μια ιστορία; είπε η γιαγιά στο παιδί, καθώς έπιανε στα χέρια της το τάμπλετ.
- Ναι! είπε όλο χαρά εκείνο.
- Κάτσε, λοιπόν, και εγώ θα σου διαβάσω... μα τι έγινε; αναρωτήθηκε. Πάλι του τελείωσε η μπαταρία;
Και έτσι ακριβώς ήταν, του τάμπλετ του είχε τελειώσει η μπαταρία.
- Δεν πειράζει, είπε η γιαγιά και έπιασε στα χέρια της το βιβλίο. Έχω εδώ μια άλλη ιστορία, πολύ καλύτερη, που τη διάβαζα στον μπαμπά σου όταν και εκείνος ήταν στην ηλικία σου. Έλα να δεις που έχει κάνει και ζωγραφιές μέσα, να, κοίτα!
Και το παιδάκι πήγε κοντά στη γιαγιά του και οι δύο μαζί άρχισαν να ξεφυλλίζουν τις κιτρινισμένες, ζωγραφισμένες σελίδες του βιβλίου, και να ανασαίνουν τη μυρωδιά του Χρόνου, που είχε ξεκουραστεί εκεί πολλές φορές στο παρελθόν.
Την ίδια στιγμή, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, εκατοντάδες επίδοξοι συγγραφείς ονειρεύονταν βιβλία. Δεν ήταν βιβλία ηλεκτρονικά, δεν ήταν τάμπλετ, ήταν βιβλία φτιαγμένα από χαρτί και μελάνι, τοποθετημένα σε προθήκες βιβλιοπωλείων, σε ράφια βιβλιοθηκών, σε προσκεφάλια κρεβατιών.
Και το τάμπλετ παρέμενε πεισματικά σιωπηλό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question