- Φύγε από εδώ, δε θέλω να σε ξανακούσω! είπε το σύννεφο και γύρισε το πρόσωπό του προς την άλλη πλευρά.
- Γιατί δεν το παραδέχεσαι, επιτέλους; είπε ο ήλιος. Αφού το ξέρεις κι εσύ ότι έχω δίκιο. Εγώ είμαι ο βασιλιάς του ουρανού, ΕΓΩ!
- Είσαι εγωιστής και δε σου αξίζει να παίζεις μαζί μας, είπε και ένα άλλο σύννεφο, που επίσης ήταν δυσαρεστημένο από τον ψηλομύτη τον ήλιο.
- Και ποιος σου είπε ότι σας έχω ανάγκη; είπε ο ήλιος. Εγώ λάμπω, ΛΑ-ΜΠΩ! Φαίνομαι από μακριά. Το φως μου απλώνεται στο άπειρο, δε γνωρίζει όρια. Καημένα συννεφάκια, που νομίσατε ότι γίνατε ίσα και όμοια με εμένα!
Χαμογέλασε αυτάρεσκα.
- Αντί να με ευχαριστείτε που σας κάνω παρέα, συνέχισε, μου κάνετε παράπονα. Σας βαρέθηκα κι εγώ, δε σας έχω ανάγκη. Μείνετε μόνα σας, να δούμε τι θα καταλάβετε.
Σιγά μην σκάσω, σκέφτηκε. Μόνα τους θα δουν ότι δεν μπορούν χωρίς εμένα. Πολύ γρήγορα θα γυρίσουν και θα με παρακαλούν να τα ξαναδεχτώ στην παρέα μου. Και εγώ θα το σκεφτώ πολύ αν θα τους ξανακάνω τη χάρη.
Τα σύννεφα μαζεύτηκαν γύρω από το στενοχωρημένο συννεφάκι για να το παρηγορήσουν.
- Μην στενοχωριέσαι, του έλεγαν, εκείνος θα το μετανιώσει. Εκείνος είναι μόνος του, εμείς είμαστε πολλά. Για κοίτα!
Πράγματι, ο ουρανός είχε καλυφθεί από σύννεφα.
- Έλα, θα παίξουμε μόνα μας, του είπαν.
- Μα δεν μπορώ να μην στενοχωριέμαι, είπε το συννεφάκι και ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του. Τόσα χρόνια φιλίας είναι κρίμα να πάνε χαμένα. Ποιος θα μας ομορφαίνει, αν δεν έχουμε το χρυσό του φως; Ποιος θα παίζει κρυφτό μαζί μας;
- Μπορεί να μην μπορούμε να παίξουμε κρυφτό, μπορούμε να παίξουμε όμως κυνηγητό. Ο αέρας είναι ακόμα φίλος μας, είπε ένα σύννεφο από τα πολλά.
Αλλά το συννεφάκι δεν άκουγε τα υπόλοιπα, ήταν πολύ στενοχωρημένο. Αυτό τον αγαπούσε τον ήλιο, τον αγαπούσε πραγματικά.
- Αφήστε με, είπε, να κλάψω για το φίλο μου. Αν θέλετε να παίξετε με τον αέρα παίξτε, εγώ δεν μπορώ.
- Μην κλαις, γιατί θα βάλουμε και εμείς τα κλάματα, του είπαν σε μια τελευταία προσπάθεια να το ηρεμήσουν, αλλά μάταια.
Τώρα το συννεφάκι έκλαιγε κανονικά. Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του και δεν σταματούσαν. Και όπως το είπαν τα άλλα συννεφάκια, έτσι και έγινε. Άρχισαν ένα-ένα να κλαίνε και αυτά. Και τα δάκρυά τους έπεφταν επάνω στη γη και την πότιζαν.
Ο ήλιος, στο μεταξύ, έκανε τη βόλτα του στον ουρανό, όταν πρόσεξε ότι δεν μπορούσε να δει τη γη.
Τα παλιοσύννεφα, σκέφτηκε, μαζεύτηκαν όλα μαζί και μου εμποδίζουν τη θέα.
- Ε! τους φώναξε. Ανοίξτε ένα κενό για να βλέπω τη γη!
Αλλά εκείνα, δεν τον άκουγαν, επειδή έκλαιγαν γοερά.
- Ε! ξαναφώναξε πιο δυνατά. Φύγετε από τη μέση, θέλω να βλέπω!
Αλλά ένα σύννεφο που τον άκουσε του φώναξε θυμωμένο:
- Μπα; Το φως σου δεν φτάνει παντού;
- Φτάνει, είπε εκείνος.
- Ε, τότε ας φτάσει και η ματιά σου. Άσε μας ήσυχους να κλάψουμε με την ησυχία μας.
Πώς μου μιλάει έτσι; σκέφτηκε ο ήλιος, αλλά ύστερα άρχισε να προβληματίζεται. Μήπως και το φως του δεν έφτανε παντού, αφού δεν μπορούσε να δει τη γη; Μήπως τα σύννεφα τελικά ήταν πιο δυνατά από εκείνον;
Γύρισε τη ματιά του γύρω, αλλά δεν είδε κανέναν να τον ρωτήσει. Βλέπετε, δεν είχε άλλους φίλους από τα σύννεφα. Ξαφνικά ένιωσε μεγάλη μοναξιά. Του ήρθε να κλάψει. Αλλά αν έκλαιγε, ποιος θα τα έβλεπε τα δάκρυά του; Ποιος θα στεκόταν δίπλα του να τον παρηγορήσει; Ένιωσε ότι ήταν πολύ μικρός, τόσος δα.
Έκανα λάθος, σκέφτηκε. Πόσο εγωιστής είμαι! Και πόσο χαζός, ταυτόχρονα! Πώς μπόρεσα να πιστέψω ότι είμαι ο πιο δυνατός;
- Σύννεφα, φώναξε, φίλοι μου, συγγνώμη!
Αλλά τα σύννεφα έκλαιγαν ακόμη.
- Συγγνώμη, φώναξε πιο δυνατά, συγχωρέστε με, δεν έπρεπε να σας πω όσα σας είπα! Είστε οι μόνοι μου φίλοι, ελάτε να παίξουμε, ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!
Ένα συννεφάκι τον άκουσε. Και ύστερα κι άλλο ένα. Σε λίγο, όλα τα συννεφάκια είχαν σταματήσει το κλάμα και είχαν στήσει αυτί.
- Συγγνώμη, φώναζε ο ήλιος, θέλω να ξαναγίνουμε φίλοι, είχατε δίκιο, ήμουν εγωιστής!
- Τι λέτε να κάνουμε; ρώτησε ένα σύννεφο. Να τον συγχωρήσουμε;
- Κι αν το ξανακάνει; είπε ένα άλλο.
- Σας παρακαλώ, φώναζε ο ήλιος γεμάτος απελπισία.
- Θα μας ξαναφερθείς έτσι άσχημα; τον ρώτησαν.
- Όχι, όχι, δεν θα το ξανακάνω, θα προσέχω πώς μιλάω, είστε οι καλύτεροί μου φίλοι, είπε εκείνος. Δώστε μου μια ευκαιρία να επανορθώσω.
Πολλοί νομίζουν ότι τα σύννεφα είναι κακά, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα συννεφάκια σκούπισαν τα μάτια τους και απλώθηκαν σιγά-σιγά, ανοίγοντας κενά στον ουρανό. Τον είχαν συγχωρήσει τον ήλιο.
Η γη φάνηκε από κάτω, πλυμένη και λαμπερή. Τι όμορφη που ήταν! Ο ήλιος χάρηκε πολύ που την ξαναείδε. Το χαμόγελό του έφτασε μέχρι τα αυτιά του.
Ένα παιδάκι κοίταξε στον ουρανό.
- Μαμά, φώναξε, κοίτα: βγήκε ο ήλιος! Πόσο πολύ λάμπει!
Αλλά ο ήλιος δεν το άκουσε. Ήταν πολύ ψηλά στον ουρανό και, επιπλέον, ήταν απασχολημένος: έπαιζε κρυφτό με τους αγαπημένους του φίλους.
- Γιατί δεν το παραδέχεσαι, επιτέλους; είπε ο ήλιος. Αφού το ξέρεις κι εσύ ότι έχω δίκιο. Εγώ είμαι ο βασιλιάς του ουρανού, ΕΓΩ!
- Είσαι εγωιστής και δε σου αξίζει να παίζεις μαζί μας, είπε και ένα άλλο σύννεφο, που επίσης ήταν δυσαρεστημένο από τον ψηλομύτη τον ήλιο.
- Και ποιος σου είπε ότι σας έχω ανάγκη; είπε ο ήλιος. Εγώ λάμπω, ΛΑ-ΜΠΩ! Φαίνομαι από μακριά. Το φως μου απλώνεται στο άπειρο, δε γνωρίζει όρια. Καημένα συννεφάκια, που νομίσατε ότι γίνατε ίσα και όμοια με εμένα!
Χαμογέλασε αυτάρεσκα.
- Αντί να με ευχαριστείτε που σας κάνω παρέα, συνέχισε, μου κάνετε παράπονα. Σας βαρέθηκα κι εγώ, δε σας έχω ανάγκη. Μείνετε μόνα σας, να δούμε τι θα καταλάβετε.
Σιγά μην σκάσω, σκέφτηκε. Μόνα τους θα δουν ότι δεν μπορούν χωρίς εμένα. Πολύ γρήγορα θα γυρίσουν και θα με παρακαλούν να τα ξαναδεχτώ στην παρέα μου. Και εγώ θα το σκεφτώ πολύ αν θα τους ξανακάνω τη χάρη.
Τα σύννεφα μαζεύτηκαν γύρω από το στενοχωρημένο συννεφάκι για να το παρηγορήσουν.
- Μην στενοχωριέσαι, του έλεγαν, εκείνος θα το μετανιώσει. Εκείνος είναι μόνος του, εμείς είμαστε πολλά. Για κοίτα!
Πράγματι, ο ουρανός είχε καλυφθεί από σύννεφα.
- Έλα, θα παίξουμε μόνα μας, του είπαν.
- Μα δεν μπορώ να μην στενοχωριέμαι, είπε το συννεφάκι και ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του. Τόσα χρόνια φιλίας είναι κρίμα να πάνε χαμένα. Ποιος θα μας ομορφαίνει, αν δεν έχουμε το χρυσό του φως; Ποιος θα παίζει κρυφτό μαζί μας;
- Μπορεί να μην μπορούμε να παίξουμε κρυφτό, μπορούμε να παίξουμε όμως κυνηγητό. Ο αέρας είναι ακόμα φίλος μας, είπε ένα σύννεφο από τα πολλά.
Αλλά το συννεφάκι δεν άκουγε τα υπόλοιπα, ήταν πολύ στενοχωρημένο. Αυτό τον αγαπούσε τον ήλιο, τον αγαπούσε πραγματικά.
- Αφήστε με, είπε, να κλάψω για το φίλο μου. Αν θέλετε να παίξετε με τον αέρα παίξτε, εγώ δεν μπορώ.
- Μην κλαις, γιατί θα βάλουμε και εμείς τα κλάματα, του είπαν σε μια τελευταία προσπάθεια να το ηρεμήσουν, αλλά μάταια.
Τώρα το συννεφάκι έκλαιγε κανονικά. Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του και δεν σταματούσαν. Και όπως το είπαν τα άλλα συννεφάκια, έτσι και έγινε. Άρχισαν ένα-ένα να κλαίνε και αυτά. Και τα δάκρυά τους έπεφταν επάνω στη γη και την πότιζαν.
Ο ήλιος, στο μεταξύ, έκανε τη βόλτα του στον ουρανό, όταν πρόσεξε ότι δεν μπορούσε να δει τη γη.
Τα παλιοσύννεφα, σκέφτηκε, μαζεύτηκαν όλα μαζί και μου εμποδίζουν τη θέα.
- Ε! τους φώναξε. Ανοίξτε ένα κενό για να βλέπω τη γη!
Αλλά εκείνα, δεν τον άκουγαν, επειδή έκλαιγαν γοερά.
- Ε! ξαναφώναξε πιο δυνατά. Φύγετε από τη μέση, θέλω να βλέπω!
Αλλά ένα σύννεφο που τον άκουσε του φώναξε θυμωμένο:
- Μπα; Το φως σου δεν φτάνει παντού;
- Φτάνει, είπε εκείνος.
- Ε, τότε ας φτάσει και η ματιά σου. Άσε μας ήσυχους να κλάψουμε με την ησυχία μας.
Πώς μου μιλάει έτσι; σκέφτηκε ο ήλιος, αλλά ύστερα άρχισε να προβληματίζεται. Μήπως και το φως του δεν έφτανε παντού, αφού δεν μπορούσε να δει τη γη; Μήπως τα σύννεφα τελικά ήταν πιο δυνατά από εκείνον;
Γύρισε τη ματιά του γύρω, αλλά δεν είδε κανέναν να τον ρωτήσει. Βλέπετε, δεν είχε άλλους φίλους από τα σύννεφα. Ξαφνικά ένιωσε μεγάλη μοναξιά. Του ήρθε να κλάψει. Αλλά αν έκλαιγε, ποιος θα τα έβλεπε τα δάκρυά του; Ποιος θα στεκόταν δίπλα του να τον παρηγορήσει; Ένιωσε ότι ήταν πολύ μικρός, τόσος δα.
Έκανα λάθος, σκέφτηκε. Πόσο εγωιστής είμαι! Και πόσο χαζός, ταυτόχρονα! Πώς μπόρεσα να πιστέψω ότι είμαι ο πιο δυνατός;
- Σύννεφα, φώναξε, φίλοι μου, συγγνώμη!
Αλλά τα σύννεφα έκλαιγαν ακόμη.
- Συγγνώμη, φώναξε πιο δυνατά, συγχωρέστε με, δεν έπρεπε να σας πω όσα σας είπα! Είστε οι μόνοι μου φίλοι, ελάτε να παίξουμε, ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!
Ένα συννεφάκι τον άκουσε. Και ύστερα κι άλλο ένα. Σε λίγο, όλα τα συννεφάκια είχαν σταματήσει το κλάμα και είχαν στήσει αυτί.
- Συγγνώμη, φώναζε ο ήλιος, θέλω να ξαναγίνουμε φίλοι, είχατε δίκιο, ήμουν εγωιστής!
- Τι λέτε να κάνουμε; ρώτησε ένα σύννεφο. Να τον συγχωρήσουμε;
- Κι αν το ξανακάνει; είπε ένα άλλο.
- Σας παρακαλώ, φώναζε ο ήλιος γεμάτος απελπισία.
- Θα μας ξαναφερθείς έτσι άσχημα; τον ρώτησαν.
- Όχι, όχι, δεν θα το ξανακάνω, θα προσέχω πώς μιλάω, είστε οι καλύτεροί μου φίλοι, είπε εκείνος. Δώστε μου μια ευκαιρία να επανορθώσω.
Πολλοί νομίζουν ότι τα σύννεφα είναι κακά, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα συννεφάκια σκούπισαν τα μάτια τους και απλώθηκαν σιγά-σιγά, ανοίγοντας κενά στον ουρανό. Τον είχαν συγχωρήσει τον ήλιο.
Η γη φάνηκε από κάτω, πλυμένη και λαμπερή. Τι όμορφη που ήταν! Ο ήλιος χάρηκε πολύ που την ξαναείδε. Το χαμόγελό του έφτασε μέχρι τα αυτιά του.
Ένα παιδάκι κοίταξε στον ουρανό.
- Μαμά, φώναξε, κοίτα: βγήκε ο ήλιος! Πόσο πολύ λάμπει!
Αλλά ο ήλιος δεν το άκουσε. Ήταν πολύ ψηλά στον ουρανό και, επιπλέον, ήταν απασχολημένος: έπαιζε κρυφτό με τους αγαπημένους του φίλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question