Εκείνη μετρίου αναστήματος, μελαχρινή. Εκείνος κοντοπίθαρος, κοκκινόξανθος με σγουρά μαλλιά. Εκείνη γύρω στα 22. Εκείνος γύρω στα 4. Ήταν μάνα και γιός.
Μπήκαν στο λεωφορείο οι δυο τους και εκείνη τον έβαλε να καθήσει. Εκείνος έκανε έναν ήχο σαν βουητό, δε μιλούσε. Μου έκανε εντύπωση ένα παιδί να μη μιλάει σε αυτή την ηλικία. Αλλά και το βουητό που άκουγα, ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας με τη μαμά του. Εκείνη, πάντως, δε φαινόταν να ενοχλείται, ούτε να ανησυχεί.
Ο σταθερός, μονότονος ήχος που έβγαζε το παιδί ήταν αρκετά εκνευριστικός, τουλάχιστον για εμένα. "Κουράγιο, και όπου να'ναι θα ξεκινήσουμε", σκέφτηκα. "Όπου να'ναι, ο θόρυβος του λεωφορείου θα σκεπάσει το θόρυβο του παιδιού". Αλλά το λεωφορείο αργούσε να ξεκινήσει.
Στο μεταξύ έφτασε το λεωφορείο μιας άλλης γραμμής, που επίσης με βολεύει. Κατέβηκα χωρίς να χάσω καιρό και ανέβηκα στο άλλο λεωφορείο. Βρήκα και θέση. Ωραία! Όπου να'ναι θα ξεκινούσε και θα πήγαινα στο σπιτάκι μου.
Ξαφνικά, εκεί που καθόμουν αφηρημένη, συνειδητοποίησα ότι περιβαλλόμουν από έναν γνώριμο ήχο. Ήταν το παιδί με τη μαμά του. Δηλαδή, μόνο το παιδί ακουγόταν. Η μαμά δεν έκανε φασαρία, ήταν ήσυχη.
Έβαλε το παιδί να καθήσει, δίπλα μου κατά σύμπτωση, και του είπε κάτι σε μια γλώσσα που δεν γνώριζα. Το παιδί της απάντησε. Ώστε μιλούσε. Βέβαια, ήταν αρκετά ζωηρό και ανήσυχο, και ομολογώ ότι έφαγα και μερικές σφαλιαρίτσες ξώφαλτσες, καθώς στριφογύριζε διαρκώς στο κάθισμά του. Τέλος πάντων.
Γύρισα το κεφάλι μου και άρχισα να κοιτάζω έξω από το λεωφορείο, στο δρόμο. Είχα πολλά πράγματα στο μυαλό μου και αφαιρέθηκα. Συνήλθα απότομα από κάποιες αντρικές φωνές.
Κοίταξα προς τα εκεί από όπου έρχονταν οι φωνές. Ήταν στην πίσω πόρτα του λεωφορείου. Ένας άντρας φώναζε στον οδηγό. Και τότε πρόσεξα ότι το παιδί δεν καθόταν πια δίπλα μου, και ότι η μητέρα του είχε το χέρι της πιασμένο στην πόρτα. Το παιδί ήταν από την άλλη μεριά της πόρτας, έξω από το λεωφορείο. Η μητέρα κρατούσε το χέρι του παιδιού και δεν το άφηνε, παρόλο που η πόρτα είχε κλείσει επάνω στο χέρι της.
Ευτυχώς, ο οδηγός άκουσε τις φωνές και άνοιξε την πόρτα. Η γυναίκα, που δεν είχε αρθρώσει λέξη και δεν είχε βγάλει την παραμικρή φωνή, κατέβηκε από το λεωφορείο. Η πόρτα του λεωφορείου ξανάκλεισε και ξεκινήσαμε.
Δεν ξέρω τι εντύπωση έκανε αυτή η σκηνή στους υπόλοιπους επιβάτες, όμως εμένα μου καρφώθηκε στο μυαλό η εικόνα της έντρομης μάνας που κρατάει όσο πιο σφιχτά μπορεί το χέρι του παιδιού της, ενώ ανάμεσά τους παρεμβάλλεται η ψυχρή πόρτα του λεωφορείου. Μου θύμισε τη Δημιουργία του Μιχαήλ Αγγέλου.
Έτσι, όπως ο Θεός στον πίνακα του Μιχαήλ Αγγέλου απλώνει το χέρι προς το δημιούργημά του, τον Αδάμ, έτσι και αυτή η μάνα άπλωνε το χέρι προς το δικό της δημιούργημα, το παιδί της. Μόνο που εδώ υπήρχε και πόρτα στη μέση.
Όταν η ζωή αντιγράφει την τέχνη. Ακόμα και με μια πόρτα ανάμεσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question