Κάθε φορά που πηγαίνω στους γονείς μου, περνάω μπροστά από ένα συγκεκριμένο σπίτι. Τίποτα το ιδιαίτερο δε φαίνεται να έχει αυτό το σπίτι, κι όμως είναι ένα σπίτι ασυνήθιστο.
Αν το κοιτάξει κανείς απ'έξω, θα δει ένα ισόγειο, μικρό σπιτάκι, άσπρο και απλό, με έναν κήπο γύρω-γύρω. Τίποτα το ασυνήθιστο. Τα παραθυρόφυλλά του είναι ξύλινα, βαμμένα με γκριζογάλανη λαδομπογιά και η πόρτα του είναι μια συνηθισμένη τζαμένια πόρτα. Ο κήπος του είναι επίσης συνηθισμένος, ούτε πολύ περιποιημένος, ούτε απεριποίητος. Έχει κάποιες τριανταφυλλιές και μερικά δεντράκια, και κάνει τεράστια αντίθεση με το ακριβώς διπλανό σπίτι, του οποίου ο κήπος είναι πλούσιος και τόσο επιθετικός, που έχει καταλάβει σχεδόν το μισό πεζοδρόμιο!
Όσο συνηθισμένο, όμως, κι αν φαίνεται αυτό το σπίτι, τόσο ιδιαίτερο είναι. Και αυτό επειδή, το συγκεκριμένο σπίτι βρίζει! Όσες φορές κι αν περνάω απ'έξω, πάντα ακούγεται μια φωνή να βρίζει κάποια αόρατη σε εμένα γυναίκα. Και το καταλαβαίνω ότι πρόκειται για γυναίκα, επειδή οι βρισιές είναι γένους θηλυκού.
- &%$^&%! φωνάζει. ^@#$#@! *&@&*^@!
Την πρώτη φορά που το άκουσα, κοίταξα διακριτικά γύρω για να δω μήπως υπήρχε κάποια γυναίκα εκτός από εμένα, δεν υπήρχε όμως κανείς στον δρόμο. Έτσι κι αλλιώς, τέτοια ώρα λίγο δύσκολο να έχει πολλή κίνηση. Την Κυριακή το μεσημέρι συνήθως ο κόσμος ξεκουράζεται.
- Τυχαίο θα ήταν, σκέφτηκα.
Έλα, όμως, που και την επόμενη φορά που πέρασα απ'έξω ξανάκουσα βρισιές. Άρα, δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Σίγουρο ήταν, επίσης, ότι οι βρισιές δεν απευθύνονταν σε εμένα.
- Θα είναι πολύ ενοχλητικό για τους γείτονες, σκέφτηκα.
Την τρίτη φορά που πέρασα απ'έξω, ήμουν προετοιμασμένη.
- Για να δούμε, σκέφτηκα, θα βρίζει και σήμερα;
Και όπως το φανταζόμουν, ούτε εκείνη η μέρα αποτελούσε εξαίρεση. Το σπίτι έβριζε, και μάλιστα ήταν ιδιαίτερα θυμωμένο. Οι βρισιές του ακούγονταν δυνατότερες εκείνη τη μέρα. Τι να του είχε κάνει εκείνη η αόρατη γυναίκα;
Σιγά-σιγά, το πέρασμά μου μπροστά από το συγκεκριμένο σπίτι πήρε τη μορφή ιεροτελεστίας. Ήταν σαν ένα παιχνίδι εξαγνισμού. Περνούσα, άκουγα τις βρισιές, και ύστερα εξαφανιζόταν από το ακουστικό μου πεδίο (δηλαδή εγώ εξαφανιζόμουν, αφού εγώ έφευγα). Το βράδυ, όταν περνούσα, το σπίτι ήταν ήσυχο, κοιμόταν.
Μια Κυριακή, όμως, το σπίτι βουβάθηκε. Μάταια περίμενα να το ακούσω να βρίζει, αργοπορώντας επίτηδες να περάσω από μπροστά του. Από μέσα δεν ακουγόταν το παραμικρό. Να ήταν άρρωστο;
Εξωτερικά δε φαινόταν διαφορετικό. Ούτε ο κήπος φαινόταν να έχει εγκαταλειφθεί.
- Πόσο βαρετό είναι χωρίς τις βρισιές, σκέφτηκα.
Και το ίδιο ξανασκέφτηκα την επόμενη Κυριακή που ξαναπέρασα από εκεί. Ο δρόμος έχασε για εμένα το ενδιαφέρον του από τότε που βουβάθηκε το σπίτι. Περνούσα και αισθανόμουν ότι κάτι το ουσιαστικό έλειπε από τη γειτονιά. Και ίσως και να έλειπε. Ήταν λες και το σπίτι είχε χάσει ξαφνικά την ψυχή του.
Και πάνω που είχα αρχίσει να αποδέχομαι τη νέα κατάσταση, να'σου που το σπίτι ξανάρχισε να βρίζει! Τι χαρά ήταν αυτή που ένιωσα! Ήταν λες και γύριζε από μακρινό ταξίδι κάποιο αγαπητό μου πρόσωπο. Μου ήρθε να το χαιρετήσω!
Όμως, συγκρατήθηκα. Δεν είναι σωστό, σκέφτηκα, να το διακόψω. Άσ'το να βρίσει με την ησυχία του! Άσ'το να εκφραστεί ελεύθερα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question